καταψηφίζω

καταψηφίζω
(AM καταψηφίζομαι, Μ και καταψηφίζω)
δίνω αρνητική ψήφο σε κάποιον, ψηφίζω εναντίον κάποιου («η βουλή καταψήφισε το νομοσχέδιο»)
μσν.
παθ. καταψηφίζομαι
υπολογίζομαι, καταμετρούμαι
μσν.-αρχ.
καταλήγω σε απόφαση, αποφασίζω («ἡ κρίσις ἡ δικαία τοῡ κτίσαντος καταψηφίζεται δεινὴν πανωλεθρίαν λαοῡ δυσμενοῡς», Μηναί.)
αρχ.
1. καταδικάζω με την ψήφο μου («αὐτῶν θάνατον καταψηφιεῑσθαι», Λυσ.)
2. επιδοκιμάζω με την ψήφο μου, ψηφίζω καταφατικά («οἱ γὰρ ἀποψηφισάμενοι μὲν κύριοι, καταψηφισάμενοι δὲ οὐ κύριοι», Αριστοτ.)
3. λαμβάνω μέτρα εναντίον κάποιου («καταψηφιζόμενος ὧν ἐκεῑνος οὐδὲν ἐφρόντιζεν», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταψηφίζω — καταψηφίζω, καταψήφισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταψηφίζω — καταψήφισα, καταψηφίστηκα, καταψηφισμένος, ψηφίζω εναντίον κάποιου: Τον καταψήφισε στις εκλογές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντιχειροτονώ — ἀντιχειροτονῶ ( έω) (Α) ψηφίζω εναντίον πρότασης, καταψηφίζω …   Dictionary of Greek

  • αντιψηφίζομαι — ἀντιψηφίζομαι (Α) καταψηφίζω …   Dictionary of Greek

  • αποχειροτονώ — άω κ. έω (Α ἀποχειροτονῶ, έω) απομακρύνω, αφαιρώ από κάποιον το αξίωμα που κατείχε, τον καθαιρώ αρχ. 1. με χειροτονία, δηλ. με ανάταση του χεριού, απορρίπτω, καταψηφίζω 2. απομακρύνω την κατηγορία από κάποιον, αθωώνω 3. απορρίπτω κάποιον ή κάτι… …   Dictionary of Greek

  • καταψήφιση — η (Α καταψήφισις) [καταψηφίζω] αποδοκιμασία με ψήφο, αρνητική ψήφος, απόρριψη αρχ. καταδίκη …   Dictionary of Greek

  • καταψήφισμα — καταψήφισμα, τὸ (Α) [καταψηφίζω] καταδικαστική απόφαση με ψηφοφορία …   Dictionary of Greek

  • καταψηφισμός — ο (Α καταψηφισμός) [καταψηφίζω] καταψήφιση …   Dictionary of Greek

  • μαυρίζω — (Μ μαυρίζω) [μαύρος] 1. καθιστώ κάτι μαύρο, προσδίδω σε κάτι μαύρο χρώμα («σέ μαύρισε για τα καλά ο ήλιος») 2. φαίνομαι μαύρος («μαυρίζει σαν κόρακας») 3. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) μαυρισμένος, η, ο(ν) θλιβερός, λυπημένος («Ω μαυρισμένη μου ψυχή …   Dictionary of Greek

  • μπαλοτάρω — (Μ) 1. ψηφίζω 2. καταψηφίζω, αποκλείω κάποιον από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. balotar ή ιταλ. ballotare] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”