- καταψηφίζω
- (AM καταψηφίζομαι, Μ και καταψηφίζω)δίνω αρνητική ψήφο σε κάποιον, ψηφίζω εναντίον κάποιου («η βουλή καταψήφισε το νομοσχέδιο»)μσν.παθ. καταψηφίζομαιυπολογίζομαι, καταμετρούμαιμσν.-αρχ.καταλήγω σε απόφαση, αποφασίζω («ἡ κρίσις ἡ δικαία τοῡ κτίσαντος καταψηφίζεται δεινὴν πανωλεθρίαν λαοῡ δυσμενοῡς», Μηναί.)αρχ.1. καταδικάζω με την ψήφο μου («αὐτῶν θάνατον καταψηφιεῑσθαι», Λυσ.)2. επιδοκιμάζω με την ψήφο μου, ψηφίζω καταφατικά («οἱ γὰρ ἀποψηφισάμενοι μὲν κύριοι, καταψηφισάμενοι δὲ οὐ κύριοι», Αριστοτ.)3. λαμβάνω μέτρα εναντίον κάποιου («καταψηφιζόμενος ὧν ἐκεῑνος οὐδὲν ἐφρόντιζεν», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.